Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σινεμά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σινεμά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Μοτίβα και σύμβολα: Ο Καθρέφτης του Ταρκόφσκι

 

Σε ασπρόμαυρο πλάνο βλέπουμε τον ασθενή με τη θεραπεύτριά του, η οποία του ζητά να της αφεθεί. Παρατηρούμε μία σχέση εξουσίας, καθώς ο ασθενής βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση από την θεραπεύτριά του: το γεγονός ότι η αποκατάσταση της υγείας του εξαρτάται από την ίδια και η προτροπή της να αφεθεί στα χέρια της δημιουργεί μία μεταφορά της βιβλικής δημιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό, ο οποίος του εμφύσησε τη ζωή. Η θεραπεύτρια αγγίζει τα χέρια και την πλάτη του ασθενή, ενώ στο τέλος τον προτρέπει να αρθρώσει την φράση «Μπορώ να μιλήσω». Η Ελίζα Σικαλοπούλου στο άρθρο της «Όνειρα και πραγματικότητες. Το μοντάζ στον καθρέφτη» υποστηρίζει: «Σε συνθήκη ονειρικής mise-en- scène, η ταινία ανοίγει πριν τα génériques με δύο πλάνα (ένα μικρής διάρκειας στα 20” και ένα πολύ μεγάλης στα 3:38’), γυρισμένα σε ντοκιμαντερίστικο στυλ, ενός εφήβου που τραυλίζει κάνοντας εξάσκηση με τη θεραπεύτριά του και κατορθώνοντας τελικά να αρθρώσει ένα υπαρξιακό και ανακουφιστικό «Μπορώ να μιλήσω», που παραπέμπει στο χριστιανικό «Εν αρχή ην ο λόγος,» καθώς και στην κατακερματισμένη αναπαράσταση του Εγώ ως ομιλούντος υποκειμένου»[1].

Εάν πραγματοποιήσουμε μια ολίσθηση–αναλογία από τον μικρόκοσμο στον μακρόκοσμο η θεραπεύτρια μοιάζει με έναν γλύπτη που σμιλεύει ένα γλυπτό, δίνοντάς του πνοή, όπως ο γλύπτης-Θεός πλάθει τον άνθρωπο-γλυπτό, εμφυσώντας του τη ζωή. Η απουσία χρωμάτων προσδίδει την αίσθηση του απόκοσμου και του άχρονου, καθώς πρόκειται για μια δράση που υπερβαίνει τον ασφυκτικό περιορισμό σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πρόκειται για μία πράξη Γέννησης -για την οποιαδήποτε γέννηση ή αναγέννηση: ενός ανθρώπου, μίας κινηματογραφικής ταινίας, μιας ιδέας, μιας σχέσης. Οι κινήσεις της θεραπεύτριας θυμίζουν τελετουργία, την τελετουργία της γέννησης και παράλληλα της ίασης. Δύο έννοιες που βρίσκονται όμως σε πλήρη εξάρτηση η μία από την άλλη. Η θεραπεύτρια-γλύπτης-Θεός μοιάζει με υπνωτιστή, ο οποίος ασκεί πλήρη έλεγχο στον υπνωτιζόμενο. Όπως ακριβώς και ο σκηνοθέτης-Θεός υπνωτίζει-κατευθύνει τον θεατή του να βυθιστεί στο δημιούργημά του.

 

Ο Παράδεισος συγχωρεί

Σε επόμενη σκηνή ο θεατής βλέπει την απεραντοσύνη των εκτάσεων και του ουρανού, οι οποίες παραπέμπουν στον Παράδεισο: είναι όμως ένας παράδεισος, ο οποίος δεν είναι ουτοπικός αλλά επίγειος. Ένας παράδεισος μέσα-στη-γη, ένας ενδόκοσμος παράδεισος, γεγονός που κλείνει το μάτι στον θεατή υπενθυμίζοντάς του το ίδιο το θαύμα της δημιουργίας: η φύση ως καθημερινό θαύμα, ως μία υπαρκτή Εδέμ, λειτουργεί ως ο ιδεατός χώρος-πλαίσιο του ανθρώπου, επαναφέροντάς τον σε μια υπερ-ιστορική, υπερ-πολιτισμική κατάσταση, λειτουργώντας ως μια κλασική μεταφορά της κατάστασης πριν την Πτώση. Εξαιρετικό ενδιαφέρον προκαλεί εδώ η στατική φιγούρα της γυναίκας: όταν αρχικά την βλέπουμε με γυρισμένη πλάτη βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον-πλαίσιό της, σαν μία υπερβατική, σχεδόν εξαγιασμένη φιγούρα. Η ενδιαφέρουσα αντίθεση πραγματοποιείται στη συνέχεια όταν βλέπουμε τη γυναίκα να καπνίζει. Η χρήση του τσιγάρου δημιουργεί αυτόματα μια ισχυρή αντίθεση με το παραδείσιο τοπίο και την εναρμονισμένη σε αυτό φιγούρα. Μας υπενθυμίζει πως πρόκειται για άνθρωπο, πως το προπατορικό αμάρτημα έχει ήδη συντελεστεί, πως βρισκόμαστε μετά την Πτώση, πως ο άνθρωπος δεν είναι τέλειος, έχει κάποιες φορές ανάγκη από εξαρτήσεις, παρόλα αυτά εξακολουθεί να έχει δικαίωμα και πρόσβαση στον Παράδεισο, ο οποίος πλέον κατανοεί και συγχωρεί το λάθος, αγκαλιάζει την φθαρτότητα και την ατέλεια.

Οι κλίμακες της φωτιάς

Δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο που εντοπίζουμε στην επιλογή του τσιγάρου είναι ότι αποτελεί την μικροκλίμακα της φωτιάς, την ελάχιστη δηλαδή δυνατή φωτιά, σε αναλογία με την μετέπειτα πυρκαγιά. Βλέπουμε δηλαδή δύο διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις της φωτιάς, την ελάχιστη και τη μέγιστη (και τη μεσαία στη συνέχεια [το τζάκι και η καιόμενη βάτος]). Η φωτιά αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης περικυκλώνει τον άνθρωπο, υπενθυμίζοντάς του διαρκώς την αδυναμία του. Και τα τρία επίπεδα φωτιάς (ελάχιστο, μεσαίο και μέγιστο) μοιάζουν με υπενθυμίσεις της τρωτότητας, της φθαρτότητας, της ατέλειας του ανθρώπου: το τσιγάρο (ελάχιστη) υπενθυμίζει την αδυναμία του να ελέγξει και να αντισταθεί σε εξαρτήσεις, η μεσαία (το τζάκι) την αδυναμία του μπροστά στις θερμοκρασίες της φύσης (νιώθει υπερβολικό κρύο και ζέστη), η μέγιστη (πυρκαγιά) την αδυναμία του μπροστά στη φύση: οι φιγούρες στέκονται ακίνητες, σα μαρμαρωμένες και αγναντεύουν τη φωτιά, κοιτούν με δέος και παγώνουν μπροστά στο μεγαλείο της φύσης, το οποίο ισούται με τη δική τους μικρότητα: η φωτιά που καίει, που εξαφανίζει, που σκοτώνει, που καταστρέφει, που τραυματίζει, που ακρωτηριάζει, που βασανίζει. Ο άνθρωπος ανίσχυρος μπροστά στη φωτιά-φύση, ανίσχυρος μπροστά στη φθορά, στο γήρας, στον θάνατο.

Ρίζες

Η δεύτερη αντίθεση παρατηρείται με την άφιξη του γιατρού. Μια φιγούρα με κοστούμι συμβολίζει την αντίθεση από την ηρεμία και τη γαλήνη της φύσης. Το κοστούμι σύμβολο της επαγγελματικής επιτυχίας, των ευθυνών, του άγχους, των υποχρεώσεων, ενίοτε του κυνισμού και της φιλοδοξίας φαντάζει ξένο στο εδεμικό τοπίο, δημιουργώντας μια αντίθεση με τη γύμνια (σύμβολο της αθωότητας) των πρωτόπλαστων. Οπότε, ενδιαφέρον προκαλεί στη συνέχεια η άμεση και ξαφνική πτώση του γιατρού από το ξύλινο στήριγμα. Σα να τον ξερνάει η ίδια η φύση, υπενθυμίζοντάς του πως αποτελεί μια παραφωνία. Πράγματι, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί και δηλώνει ο γιατρός μετά την πτώση του είναι πως έπεσε και βρήκε ρίζες. Συνειδητοποιεί πως «τα φυτά νιώθουν και καταλαβαίνουν», πως «εμείς τρέχουμε, αισχρολογούμε, βιαζόμαστε» και «δεν πιστεύουμε στη φύση μέσα μας». Η στιγμή που ο γιατρός αγγίζει και κοιτάζει τις ρίζες έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον: το βλέμμα του γιατρού είναι εκστατικό, κοιτάζει σα να ανακαλύπτει για πρώτη φορά τον κόσμο, σα να συνειδητοποιεί τον κοινό για όλους τόπο προέλευσης: τις ρίζες. Οι ρίζες διεισδύουν μέσα στη γη, όπως ακριβώς διεισδύουν μέσα στα έγκατα της ύπαρξής μας, καθορίζοντας την ταυτότητά μας και στοιχειώνοντάς την με τη μνήμη. Οι ρίζες που κρατάει και κοιτάει ο γιατρός είναι σαν μια οπτική και υλική αποτύπωση της ίδιας της μνήμης. Οι ρίζες-μνήμη είναι αυτές που προκαλούν το στοίχειωμα της ύπαρξης από το παρελθόν της, με το οποίο είναι ισόβια αλυσοδεμένη. Η ύπαρξη η αλυσοδεμένη με το παρελθόν της, όπως το αλυσοδεμένο με τις ρίζες του δέντρο, μια αναλογία του ανθρώπου με το δέντρο και κατ’ επέκταση με τη φύση, ο άνθρωπος ως μέρος της φύσης, ως απλά ένα κομμάτι των έμβιων όντων του συμπαντικού παζλ και όχι ως το κέντρο του. Ο Ταρκόφσκι στο Σμιλεύοντας τον χρόνο εξομολογείται: «Σε όλες μου τις ταινίες απέδιδα μεγάλη σημασία σ’ ότι έχει σχέση με τις ρίζες μας: δεσμοί με το οικογενειακό σπίτι, την παιδική ηλικία, τον τόπο, τη Γη»[2].

Η πτώση του γιατρού στη γη-χώμα παραπέμπει σε ένα χαρακτηριστικό μοτίβο του Ταρκόφσκι. Σύμφωνα με τον Antoine de Baecque «ο Ταρκόφσκι είναι ένας γήινος σκηνοθέτης, σκηνοθέτης της γης του. Ανακατωμένες με τη λάσπη, οι υπάρξεις του βρίσκουν τη δύναμη να επιζήσουν και να γνωρίσουν την περιπλάνηση των ονειροπολήσεων. Στραμμένο προς τα κάτω, το βλέμμα του καλλιτέχνη επιβάλλει σε όλους μια συγχώνευση με την ύλη, με τη γη. Αυτή η γη κατατρέχει τον Ταρκόφσκι. […] Ωστόσο, η γη του Ταρκόφσκι δεν είναι τίποτα χωρίς νερό, νερό βαρύ, ακίνητο, περιορισμένο, κυκλωμένο, όπου λιμνάζουν οι νοσταλγίες, όπως το νερό τ’ ουρανού, φως αμυδρό της βροχής, που αγγέλλει το ουσιώδες.[3] Σ’ αυτόν τον συνδυασμό, της γης και του νερού, εδρεύει η δύναμη της ζωής. Από τις ρίζες ως τα φύλλα, δρόμος αποτυπωμένος από την κάμερα με πολλαπλές επαναλήψεις, καταγράφεται μ’ αυτόν τον τρόπο το γήινο οδοιπορικό. […] Μέσα από αυτή τη διαδοχή, ο Ταρκόφσκι ξεδιπλώνει το μυστήριο της γένεσης και μετά της αναγέννησης. […] όσο περισσότερο το νερό συγκρατιέται, όσο περισσότερο λιμνάζει, τόσο περισσότερο περιέχει τη δύναμη της ζωής. Το ακίνητο νερό, το περιορισμένο, το περιχαρακωμένο, είναι το ίδιο το υλικό των πυρετών του Ταρκόφσκι. Γίνεται ρευστό, όπου λιμνάζουν οι συγκινήσεις, αυτές οι συγκινήσεις που το πολύ ζωντανό νερό θα τις πάει μακριά. Ο Ταρκόφσκι είναι ένας ποιητής του βαρέως ύδατος».[4] Στον Καθρέφτη βλέπουμε διάφορα αντικείμενα μέσα σε αυτά τα λιμνάζοντα νερά. Σύμφωνα με τον Σωτήρη Γουνέλα «Ψηλαφεί όλα τα πράγματα που στέκουν βυθισμένα στην ησυχία του νερού, πέτρες, γυαλιά, καρφιά, μέταλλα, βρύα, σκουπίδια, οτιδήποτε πεταμένο κι ίσως άχρηστο, που εκεί στο βάθος του νερού, καθώς το φωτίζει η ματιά του, αποκτά μιαν άλλη αξία, γίνεται κάτι σαν φωτεινός θάνατος, σαν μικρή ανάσταση».[5]

Βιωμένος χώρος

Η μνήμη πρωταγωνιστεί στον Καθρέφτη και αποκτά υλικότητα κυρίως μέσω του σπιτιού των παιδικών χρόνων. Το σπίτι πρωταγωνιστεί: πως γίνεται να πρωταγωνιστεί ένα αντικείμενο εφόσον δεν είναι άνθρωπος ή τουλάχιστον ένα έμβιο ον; Κοιτάζοντας το σπίτι, φιλτραρισμένο μέσα από την οπτική και το κάδρο του σκηνοθέτη, γινόμαστε μάρτυρες μιας ολίσθησης από την ιδιότητα του αντικειμένου σε αυτήν του υποκειμένου. Το σπίτι υποκειμενοποιείται γιατί είναι ένας χώρος βιωμένος, ένας χώρος εμποτισμένος με τη μνήμη, ένας χώρος στοιχειωμένος με τα βιώματα του κατοίκου, ένας χώρος που μπορεί να ιδωθεί μόνο σε πλήρη εξάρτηση από το υποκείμενο που τον κατοίκησε. Έτσι, στον Καθρέφτη δεν βλέπουμε στην ουσία το σπίτι αλλά το  β λ έ μ μ α  του ήρωα, που επαναβιώνει το παρελθόν του, που ανασυνθέτει την περασμένη του ζωή. Η ανακατασκευή του παρελθόντος, «αυτή η ανάμνηση είναι μία δράση που φέρει το στίγμα του εαυτού. […] Μέσω της αναδημιουργίας του παρελθόντος πρωταγωνιστούν οι προτιμήσεις, η ελευθερία. Σύμφωνα με τον Faure-Fremiet αυτή η αναδημιουργία δε διαφέρει ουσιαστικά από την καλλιτεχνική δημιουργία»[6].

Ανθρώπινα και μη ανθρώπινα ερείπια

Από το ταβάνι του σπιτιού βλέπουμε να πέφτουν ερείπια. Στη συνείδηση-μνήμη του αφηγητή το σπίτι χάνει την ίδια την ιδιότητά του, χάνει τον λόγο για τον οποίο προοριζόταν: η λειτουργία του, ως μήτρα ασφάλειας, προστασίας και οικειότητας υπονομεύεται. Το σπίτι φαντάζει τώρα απειλητικό και θλιβερό γιατί είναι ετοιμοθάνατο. Το σπίτι καταρρέει, μετατρέπεται σε ερείπιο: σε ένα μεταίχμιο ζωής – μη ζωής, όπως ένα φάντασμα, όπως ο ίδιος ο ήρωας στο παρόν του: είναι ετοιμοθάνατος, βρίσκεται επίσης στο μεταίχμιο ζωής – μη ζωής, είναι επίσης μία ύπαρξη που καταρρέει.

Καθρέφτες

Οι καθρέφτες δεσπόζουν. «Οι καθρέφτες δίνουν τον τόνο και μέσω ενός φαινομένου πολλαπλών αντανακλάσεων, επιτρέπουν στις αναμνήσεις να συναρθρωθούν η μία με την άλλη. […] Ο Ταρκόφσκι σκηνοθέτησε την ταινία του ξεκινώντας από δύο καθρέφτες. Ο πρώτος, τοποθετημένος στο τέλος (στο νοσοκομείο όπου πεθαίνει ο ήρωας) αντανακλά την περασμένη ζωή. Ένας δεύτερος, τοποθετημένος στην αρχή της ιστορίας, παραπέμπει στο παρόν του αφηγητή. Ένα μάτι ανάμεσα σε δύο καθρέφτες: προκαλεί μια αδιαίρετη διαίρεση των αντανακλάσεων. Το βλέμμα μεταφέρεται από τον έναν στον άλλον καθρέφτη με ατελείωτες παραλλαγές. […] Τρεις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών βυθίζονται σ’ αυτό το σκηνικό σα μαρτυρίες του κόσμου που ξυπνά»[7].

Ο καθρέφτης είτε ραγισμένος είτε όχι είναι πάντοτε παραμορφωτικός. Πάντοτε η αντανάκλαση-το είδωλο-ο αντικατοπτρισμός. Οπότε πάντοτε εξαρτημένος από το εκάστοτε βλέμμα. Ο καθρέφτης-αντανάκλαση του βλέμματός-μου, είναι πάντα ένας διάλογος: ένα χωνευτήρι βλεμμάτων (βλ. λχ. το ναρκισσιστικό, ωραιοπαθές βλέμμα της γυναίκας με τα γαλάζια σκουλαρίκια σε αντίθεση με το βαθύ βλέμμα του παιδιού, βλέμμα δυσανάλογο με την ηλικία του, βλέμμα που θα μπορούσε να ανήκε στον μεσήλικα αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει με τη μνήμη του σε έναν παρελθοντικό εαυτό του). Όλοι οι καθρέφτες αποτελούν κομμάτια που συνθέτουν έναν μεγαλύτερο καθρέφτη, το σπίτι των παιδικών αναμνήσεων του ήρωα. Το σπίτι-μνήμη, που όπως προαναφέραμε φαντάζει σαν τον καθρέφτη της παιδικής ηλικίας, τον καθρέφτη της ζωής του που έχει πια περάσει. Είναι ετοιμοθάνατος άρα ολόκληρη πλέον η ζωή του είναι ένας καθρέφτης, μια αντανάκλαση αυτού που είχε κάποτε υπάρξει. Σύμφωνα με τον Antoine de Baecque το βλέμμα του Ταρκόφσκι «είναι επίμονο, στηριγμένο γερά, σχεδόν βεβιασμένο, το μόνο βλέμμα που είναι ικανό να χαράξει ένα αυλάκι μέσα σ’ αυτό το βαρύ υλικό των αισθήσεων. Ο Ταρκόφσκι είναι ο σκηνοθέτης του επίμονου, του έμμονου βλέμματος»[8].

Η Ελίζα Σικαλοπούλου στο άρθρο της για τον Καθρέφτη συσχετίζει τον καθρέφτη με τον χρόνο: «Ο χρόνος θρυμματίζεται, καθίσταται πολυπρισματικός σαν καθρέφτης μέσα στον οποίο τα είδωλα λιώνουν και συμπλέκονται, υποβάλλοντας το θεατή σε πολλαπλά δίκτυα αντανακλάσεων που αποτελούν αλλοιώσεις, φωτεινές παραμορφώσεις του χώρου και το χρόνου με αυτονομία, υλικότητα και δική τους ζωή, σαν ανθρωποκεντρικά χρονικά γλυπτά».[9]

Γάλα

Μία άλλη εικόνα που υπάρχει στις αναμνήσεις του πρωταγωνιστή στο σπίτι των παιδικών του χρόνων είναι το χυμένο γάλα. Το λευκό γάλα σύμβολο του αγνού και κατ’ επέκταση της παιδικής αθωότητας[10], η πρώτη τροφή ενός έμβιου όντος που μόλις έρχεται στη ζωή είναι τώρα χυμένο: χυμένο άρα πεταμένο άρα χωρίς να έχει πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί. Το γάλα που κάποτε καλωσόρισε τον ήρωα στη ζωή, κείται τώρα αδρανές και ά-χρηστο, αποχαιρετώντας τον από τη ζωή. Οι σταγόνες γάλατος πέφτουν, όπως και οι στιγμές ζωής του καθενός.

Πτήσεις

Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι εικόνες της κοπέλας που αιωρείται πάνω από το κρεβάτι και του άντρα που αιωρείται πάνω από τη γη με το αερόστατο. Η αιώρηση, οι άνθρωποι που ίπτανται, ένα ξεκάθαρα ονειρικό μοτίβο και μια ουτοπική-απωθημένη επιθυμία του ανθρώπου προϋποθέτει και ταυτόχρονα συνεπάγεται την αναίρεση της βαρύτητας, του βασικής αιτίας ύπαρξης της γης και άρα της ζωής. Τώρα ένας άνθρωπος που βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου ετοιμάζεται για την προσωπική του πτήση. Το σπουργίτι σύμφωνα με τον Baecque «λειτουργεί σαν το πέρασμα της μαρτυρίας ανάμεσα στο κορμί του αρρώστου και στη μνήμη του»[11].

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αντρέι Ταρκόφσκι: Σμιλεύοντας τον χρόνο, Νεφέλη, Αθήνα 1987.

Antoine de Baecque: Αντρέι ΤαρκόφσκιΜια ξενάγηση στο έργο του, μετάφρ. Δώρα Δημητρούλια, Γκοβόστη, Αθήνα 1992.

Ελίζα Σικαλοπούλου: «Όνειρα και Πραγματικότητες: Το Μοντάζ στον Καθρέφτη», πηγή: http://www.cinephilia.gr/index.php/tainies/classicus/5894-oneira-kai-pragmatikotites-to-montaz-ston-kathrefti-tis-elizas-sikalopoylou#

Pucelle, J.: Le temps, Presses Universitaires de France, Paris, 1972.

Σωτήρης Γουνέλας: Ταρκόφσκι. Ένας νοσταλγός του παραδείσου, Διάττων, Αθήνα 1989.

 

*H Ιφιγένεια Καφετζοπούλου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Θεατρολογίας και Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Θεατρικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

 

 

 

[1] Ελίζα Σικαλοπούλου: «Όνειρα και πραγματικότητες. Το μοντάζ στον καθρέφτη», πηγή: http://www.cinephilia.gr/index.php/tainies/classicus/5894-oneira-kai-pragmatikotites-to-montaz-ston-kathrefti-tis-elizas-sikalopoylou#, τελευταία πλοήγηση: 04-07-2021.

 

[2] Αντρέι Ταρκόφσκι: Σμιλεύοντας τον χρόνο, Νεφέλη, Αθήνα 1987, σ. 266.

[3]Antoine de Baecque: Αντρέι ΤαρκόφσκιΜια ξενάγηση στο έργο του, μετάφρ. Δώρα Δημητρούλια, Γκοβόστη, Αθήνα 1992, σ. 29.

[4][4] Ό.π., σ. 31.

[5] Σωτήρης Γουνέλας: Ταρκόφσκι. Ένας νοσταλγός του παραδείσου, Διάττων, Αθήνα 1989, σ. 8.

[6] Pucelle, J.: Le temps, Presses Universitaires de France, Paris, 1972, σ. 39.

[7] Antoine de Baecque: Αντρέι ΤαρκόφσκιΜια ξενάγηση στο έργο του, μετάφρ. Δώρα Δημητρούλια, Γκοβόστη, Αθήνα 1992, σ. 111-115.

[8] Antoine de Baecque: Αντρέι Ταρκόφσκι. Μια ξενάγηση στο έργο του, μετάφρ. Δώρα Δημητρούλια, Γκοβόστη, Αθήνα 1992, σ. 53.

[9] Ελίζα Σικαλοπούλου: «Όνειρα και Πραγματικότητες: Το Μοντάζ στον Καθρέφτη», πηγή: http://www.cinephilia.gr/index.php/tainies/classicus/5894-oneira-kai-pragmatikotites-to-montaz-ston-kathrefti-tis-elizas-sikalopoylou#, τελευταία πλοήγηση 04-07-2021.

[10] Σύμφωνα με τον Baecque τα παιδιά στον Ταρκόφσκι δεν είναι μόνο σύμβολα της αθωότητας: «Τα παιδιά του Ταρκοφσκι ενσαρκώνουν ταυτόχρονα την τερατοσύνη του κόσμου και την αγιότητά του», βλ. Antoine de Baecque: Αντρέι Ταρκόφσκι. Μια ξενάγηση στο έργο του, σ. 74.

[11] Antoine de Baecque: Αντρέι Ταρκόφσκι. Μια ξενάγηση στο έργο του, σ. 108.

 


Η Ιφιγένεια Καφετζοπούλου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Θεατρολογίας του τμήματος Θεατρικών Σπουδών Ε.Κ.Π.Α. και Αναπληρώτρια καθηγήτρια Θεατρικής Αγωγής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών Ε.Κ.Π.Α. και του μεταπτυχιακού προγράμματος του ιδίου τμήματος. Οι συμμετοχές της σε συνέδρια περιλαμβάνουν τις εξής ανακοινώσεις: «Ο χρόνος στο θέατρο: η παράσταση Το Γάλα υπό το πρίσμα τεσσάρων παραγωγών», «Η ψηφιακή μετάβαση. Ο διάλογος με τους νόμους της Google»,  «Η τέχνη στο σχολείο. Το παράδειγμα του θεατρικού συγγραφέως και εκπαιδευτικού Βασίλειου Κατσικονούρη», «Η ρευστότητα του φύλου στην αθέατη πλευρά της αρχαίας τραγωδίας σε διάλογο με τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία: το παράδειγμα του Χρύσιππου και του Φαέθοντος». Τα ποιήματά της «Πρόσκρουση» και «Τίμημα» έχουν δημοσιευτεί στο 62ο Τεύχος του έντυπου περιοδικού Μανδραγόρας (2020) και τα ποιήματα «Καρδιά», «Enjoy your flight» και «Υλικό» στο αντίστοιχο ηλεκτρονικό περιοδικό. Τα ποιήματα «Βιασμός», «Διάψευση» και «Μόλυνση» έχουν δημοσιευτεί στο ηλεκτρικό περιοδικό Diastixo.gr.

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Ο Μεγάλος Δικτάτωρ H πρώτη ομιλούσα ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, ένα κλασικό αντιφασιστικό αριστούργημα, τόσο διαχρονικό που μοιάζει σαν να γυρίστηκε...αύριο. Σε επανέκδοση με νέες ψηφιακές κόπιες

 

Το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει έναν φτωχό εβραίο κουρέα του φανταστικού έθνους της Τομανίας να έχει πάθει αμνησία. Σώζοντας έναν αξιωματικό από βέβαιο θάνατο, το αεροπλάνο τους έπεσε και εκείνος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Οταν φεύγει από το νοσοκομείο των βετεράνων έχουν περάσει χρόνια, αλλά εκείνος επιστρέφει στη γειτονιά και το κουρείο του θεωρώντας ότι λείπει λίγες μέρες. Ομως η Τομανία έχει αλλάξει ριζικά. Ο Μεγάλος Δικτάτορας, Αντενόιντ Χίνκελ, έχει αποκτήσει εξουσία παντοκράτορα και με ατσάλινη γροθιά, ρητορική μίσους και προπαγάνδα προετοιμάζει τον λαό και τον στρατό του για την απόλυτη κυριαρχία της αρίας φυλής. Εξω από το μαγαζί του, ο μπερδεμένος κουρέας βλέπει γραμμένη τη λέξη «Εβραίος». Το στρατό στο δρόμο να τρομοκρατεί. Δεν καταλαβαίνει. Αντιστέκεται κι αυτό οδηγεί στη σύλληψή του. Μόνο που ένα γύρισμα της τύχης φέρνει ξανά στο διάβα του τον ευγνώμονα αξιωματικό και αυτό οδηγεί τον κουρέα να γίνεται ακούσια ήρωας της αντίστασης. Η ομοιότητά του με τον Μεγάλο Δικτάτορα θα μπερδέψει ακόμα περισσότερο τα πράγματα σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας: ο Χίνκελ είναι έτοιμος να εισβάλει στο γειτονικό Οτσερλιχ. Ποιος όμως θα έχει τον τελευταίο λόγο;

«Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» γυρίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1939, στην αυγή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 1940, όταν οι Ναζί είχαν μόλις κατακτήσει τη Γαλλία. Μάλιστα λέγεται ότι η πρεμιέρα της στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκε μέσα στους βομβαρδισμούς. Ο Τσάρλι Τσάπλιν ήξερε αρκετά για τον Χίτλερ, αλλά ούτε μπορούσε να φανταστεί πόσο προφητικό ήταν το σενάριό του που σατίριζε τη γελοιότητα, αλλά αναγνώριζε την επιρροή και καυτηρίαζε την επικινδυνότητα ενός τέτοιου φασίστα. Παρακολουθείς τη διακωμώδηση του κατατρεγμού των Εβραίων και σφίγγεται το στομάχι σου. Ο Τσάπλιν δεν είχε ιδέα όταν έκανε την παρωδία στο βήμα της χήνας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ότι θα ακολουθήσει ένα Αουσβιτς, ένα Ολοκαύτωμα.

Αυτό που ήξερε ήταν ότι οι Ες Ες τον μπέρδευαν με Εβραίο, ενώ δεν ήταν, κι είχαν απαγορεύσει τις ταινίες του στη Γερμανία. Οπως επίσης γνώριζε ότι, ειρωνικά, είχε γεννηθεί με 4 μέρες διαφορά από τον Αδόλφο. Και το ότι οι γελοιογράφοι παγκοσμίως σατίριζαν την περσόνα του Χίλτερ με σκίτσα που τόνιζαν την ομοιότητά του με τον Σαρλό αλητάκο του.

Ολα αυτά του έδωσαν την ιδέα να κατασκευάσει μία ταινία αντιθέσεων. Μία κωμωδία που θα έλεγε τα πιο σοβαρά πράγματα. Μία σάτιρα φαντασίας που η πραγματικότητα θα την ξεπερνούσε σε υπερβολή. Μία ταινία για το παρόν που, ακόμα και σήμερα, μοιάζει πάντα επίκαιρη - σαν να έρχεται από το μέλλον.\

Σκηνοθετώντας τον εαυτό του σε διπλό ρόλο, και του κουρέα και του δικτάτορα, ο Τσάπλιν δοκιμάζεται σε διαφορετικές εκδοχές του σλάπστικ. Οταν φορά τη στολή του φαντάρου/κουρέα, η κίνηση του σώματος είναι αθώα, υγρή, μπαλετική. Αν κοιτάξεις προσεχτικά ανάμεσα στα γέλια, η κριτική του για το πώς η εξουσία επιβάλλεται και μέσα στις τάξεις του στρατού και πώς οι φουκαράδες μόνο τρέχουν στην πρώτη γραμμή, είναι αυστηρή και ευκρινής. Η χορογραφία της κωμωδίας σε κάνει να γελάς, όμως το βλέμμα του σκηνοθέτη πέφτει ξεκάθαρα επικριτικά στον παραλογισμό του πολέμου. Το ίδιο συμβαίνει και με την επιστροφή στο εβραϊκό «γκέτο». Ο κουρέας δεν είναι παρά ένας απλός άνθρωπος που γίνεται ήρωας μέσα από συμπτώσεις κι ο Τσάπλιν χειρίζεται το σώμα του με χειρουργική ισορροπία ανάμεσα στην αφέλεια και την τόλμη.

Οταν όμως φορά τη στολή και το ύφος του δικτάτορα, η μίμηση και η παντομίμα του απογειώνονται και με τη βοήθεια του λόγου. Είναι η πρώτη του ομιλούσα ταινία και θα χρησιμοποιήσει τον ήχο αριστουργηματικά. Το σλάπστικ εδώ είναι κοφτό, σκληρό, αδίστακτο και οι λέξεις (που φυσικά παρωδούν τη γερμανική γλώσσα) ξεστομίζονται άγρια, με επική έπαρση. Η κωμωδία φλερτάρει με το γελοίο αλλά και το ανησυχητικό. Ο Χίνκελ του κουβαλάει την ανασφάλεια, τα κόμπλεξ και την μεγαλομανία του με μία ασταμάτητη, σαρωτική ενέργεια και ορμή. Οσο γελάμε, εκείνος ακούραστα σχεδιάζει βαρβαρότητες. Είναι υπέροχο ως εύρημα να βλέπεις την κρυφή ζωή του δικτάτορα: όταν δεν τον κοιτά κανείς παίζει με την υδρόγειο σαν να είναι φουσκωτή μπάλα θαλάσσης. Και ταυτόχρονα είναι ανατριχιαστικό. Η σάτιρα προειδοποιεί:

άρκισσοι ηγεμόνες θεωρούσαν, θεωρούν και θα θεωρούν τον πλανήτη παιχνίδι τους.

Ο Τσάπλιν όμως δεν σταματά εδώ. Δεν του αρκεί να δείξει απλώς ότι γεννιέται μία μαύρη σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από το φασισμό. Είναι καλλιτέχνης και θα παρέμβει. Με έναν 6λεπτο αριστουργηματικό αντιρατσιστικό λόγο, που αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα φινάλε στο σινεμά, ο κουρέας του θα πάρει το μικρόφωνο και θα καλέσει τους ανθρώπους να ξυπνήσουν και να μην ακολουθούν το μίσος, αλλά την αγάπη. Εκεί ο κουρέας γίνεται ηγέτης κι ο ηγέτης άνθρωπος. Κι όχι μόνο: και οι δυο ήρωες κάνουν στην άκρη για να βγει μπροστά ο δημιουργός. Ο Τσάπλιν μάς απευθύνει την προσωπική του έκκληση. Με σπασμένη, αλλά δυνατή φωνή. Βουρκωμένο βλέμμα. Και τη βεβαιότητα ότι η κωμωδία, ναι, μπορεί να πει τα πιο σοβαρά πράγματα. Κι ότι η καλοσύνη θα νικήσει.


ΗΠΑ, 1940, Ασπρόμαυρο

  • Παραγωγή: Τσαρλς Τσάπλιν
  • Σκηνοθεσία: Τσαρλς Τσάπλιν
  • Σενάριο: Τσαρλς Τσάπλιν
  • Φωτογραφία: Kαρλ Στρους, Ρόλαντ Τόθεροχ
  • Μοντάζ: Γουίλαρντ Νίκο
  • Μουσική: Τσαρλς Τσάπλιν, Μέρεντιθ Γουίλσον
  • Πρωταγωνιστούν: Τσαρλς Τσάπλιν, Πολέτ Γκοντάρ, Τζακ Οακι
  • Διάρκεια: 125 λεπτά
  • Διανομή: Summer Classics

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Isis tomorrow: The lost souls of Mosul, των Franchesca Mannochi Και Alessio Romenzi

Οι ιστορίες και τα τραύματα οικογενειών της Μοσούλης μετά το πέρασμα του ISIS, βρίσκονται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi, που βρέθηκαν στο Ιράκ και κατέγραψαν μερικές από τις πιο φρικιαστικές στιγμές ενός τραγικού πολέμου. Μια ταινία μέρος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματεύεται ένα μνημειωδώς δύσκολο ζήτημα, αλλά στέκεται αξιοθαύμαστα στο ύψος του.
Image result for 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Isis tomorrow: The lost souls of Mosul, των Franchesca Mannochi Και Alessio Romenzi
Η ιστορία του ISIS είναι πλέον γνωστή σε κάθε γωνιά της Ευρώπης αλλά ενδεχομένως και ολόκληρου του κόσμου. Μια τρομοκρατική οργάνωση που εφαρμόζει μεθόδους πρωτοφανούς βιαιότητας και απανθρωπιάς, έχοντας αιματοκυλίσει μεγάλα κομμάτια της Μέσης Ανατολής. Στην Μοσούλη, μια πόλη του Ιράκ στις όχθες του ποταμού Τίγρη, το ISIS εγκαταστάθηκε από το 2014 έως και το 2017, όταν και εκδιώχθηκε οριστικά από τον ιρακινό στρατό. Στο μεσοδιάστημα, το ISIS προέβη σε φρικιαστικά εγκλήματα πολέμου. Η μάχη που δόθηκεγια την ανακατάληψη της πόλης υπήρξε σκληρή και διήρκησε 8 μήνες, με πολλές εκατέρωθεν απώλειες. Οι «Χαμένες ψυχές της Μοσούλης» πιάνουν το νήμα από αυτό το σημείο, από την απελευθέρωση της πόλης, που δεν θύμιζε σε τίποτα τον πρότερο εαυτό της. Μια πόλη-φάντασμα, θαμμένη κάτω από τόνους στάχτης, μπάζα και διαλυμένα οχήματα. Στους δρόμους της, τα ορφανά του πολέμου ψάχνουν στα χαλάσματα για κάτι που θα τους αποφέρει ένα στοιχειώδες εισόδημα για να επιβιώσουν. Κάποιοι τα καταφέρνουν. Οι περισσότεροι όχι.

Η κάμερα των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi στήνεται απέναντι από μικρά παιδιά. Παιδιά που έμειναν ορφανά επειδή οι γονείς τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο, ή δολοφονήθηκαν από τον ISIS. Παιδιά που κουβαλούν μέσα τους ένα τραύμα ασύλληπτο, που έχουν βιώσει μια ανείπωτη φρίκη και παρόλα αυτά βρίσκουν το κουράγιο να βάλουν σε μια σειρά μερικές λέξεις για να επικοινωνήσουν τον πόνο, την πίκρα, την οργή τους. Ζητούν εκδίκηση για τους νεκρούς συγγενείςτους, ζητούν δικαίωση, μα πάνω από όλα το βλέμμα τους αναζητά την ελπίδα για ένα μέλλον λιγότερο αιματοβαμμένο και τραγικό. Κάτι μάλλον απίθανο.

Βλέπουμε μικρά παιδιά και χήρες, που έμειναν πίσω σε έναν κόσμο φτιαγμένο από συντρίμμια, να παλέψουν για την επιβίωσή τους σε μια χαοτική κατάσταση, με μια κυβέρνηση που στην προσπάθεια της να ξεριζώσει και τους τελευταίους θύλακες του ισλαμικού κράτους, στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων.

Εξομολογήσεις σοκαριστικές, τραγικές, πέρα και πάνω από κάθε περιγραφή. Όσο και αν τα λόγια αυτών των ανθρώπων προκαλούν τη θλίψη, τα βλέμματα τους, οι κινήσεις των χεριών τους, η αποστροφή των ματιών τους από την κάμερα λένε πολλά περισσότερα. Άνθρωποι που ζουν θέλοντας να πεθάνουν, αλλά υπομένουν το μαρτύριο για χάρη των παιδιών και των συγγενών τους.

Οι δημιουργοί ωστόσο, στην προσπάθεια τους να συλλάβουν τα αποτελέσματα της σύρραξης σε όλο τους το εύρος, μιλάνε και με ορφανά και χήρες μαχητών του ISIS. Οικογένειες που έχουν εξοστρακιστεί από τον υπόλοιπο κόσμο, έχουν κλειστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πλέον δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν δημόσια, αφού ζουν μονίμως με τον φόβο ότι θα τους χτυπήσουν, θα τους εξευτελίσουν, θα τους λιντσάρουν. Το βλέμμα των δημιουργών στέκεται απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους στιβαρό, χωρίς καμία πρόθεση κριτικής. Είναι εκεί για να καταγράψει τις ιστορίες τους, για να καταλάβει τι είναι αυτό που οδήγησε αυτές τις οικογένειες στα χέρια του ISIS, γιατί υποτάχθηκανσε μια ιδεολογία θρησκευτικής επιβολής, την οποία αρχικά αρκετοί χαιρέτισαν θετικά, αλλά στην συνέχεια υπήρξαν τραγικά της θύματα. Και εδώ, ίσως, να εντοπίζεται και η βασική θεματική του ντοκιμαντέρ. Τι είναι αυτό που οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους στη βία και στον πόλεμο. Και τι είναι αυτό που ενδεχομένως να τους ξανά-οδηγήσει. Ο θρησκευτικός φανατισμός; Η απόγνωση; Απάντηση δύσκολα να βρεθεί. Ωστόσο οι δημιουργοί δείχνουν μια στωική υπομονή μπροστά στο δράμα αυτών των ανθρώπων. Αρνούνται τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις, τον μανιχαϊστικό διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και στο κακό.

Ξεκινώντας από τις μέρες του πολέμου, η κάμερα των δημιουργών χώνεται μέσα στα χαρακώματα, περνάει ξυστά από σφαίρες, κρύβεται μέσα σε διαλυμένα σπίτια που χρησιμοποιούνται ως κάλυψη για τα πολυβόλα. Συνομιλεί με στρατιώτες, με μέλη των μυστικών υπηρεσιών, βρίσκεται εκεί την στιγμή της απελευθέρωσης της Μοσούλης. Ίπταται πάνω από πτώματα, κυκλοφορεί ανάμεσα σε οικογένειες και παιδιά που τρέχουν με λευκές σημαίες ανάμεσα στη γραμμή πυρός μεταξύ του ISIS και του στρατού - με λευκές σημαίες για να σωθούν.

Βρίσκεται εκεί που δεν μπορούμε να βρεθούμε εμείς. Το ντοκιμαντέρ των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi αποτελεί μια συγκλονιστική καταγραφή, που όσο επίπονο είναι να το παρακολουθείς (και είναι πραγματικά εξαιρετικά επίπονο) άλλο τόσο είναι και απαραίτητο. Επιτελεί μια λειτουργία του κινηματογράφου ως μέσου που συχνά την παραμελούμε. Προβάλλει τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων. Μας φέρνει κοντά στην τραγωδία του πολέμου - αυτού αλλά και κάθε πολέμου. Ίσως ο καθένας από εμάς να μην μπορεί να βοηθήσει άμεσα. Οφείλουμε όμως σε αυτούς τους ανθρώπους, το ελάχιστο. Να γνωρίζουμε. Και να μην ξεχνάμε.

Isis tomorrow: The lost souls of Mosul, των Franchesca Mannochi και Alessio Romenzi

Μετάφραση: Οι χαμένες ψυχές της Μοσούλης

Διάρκεια: 80’

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

«Ο Θαυματοποιός»


Υπόθεση: Ίσως στο Παρίσι του Μεσοπολέμου η τέχνη του Θαυματοποιού να μάγευε, οι εποχές αλλάζουν και μόνο οι ροκ σταρ κλέβουν πια την παράσταση. Έτσι, ο άνθρωπός μας, που εργάζεται ως Θαυματοποιός, ξεπέφτει να ασκεί την τέχνη του σε μπαρ, καφετέριες και πάρκα.
Η τύχη του όμως αλλάζει, όταν σ’ ένα χωριό της Σκοτίας, συναντά ένα αθώο κορίτσι, την Αλίκη, που πιστεύει πως τα κόλπα του είναι πραγματική μαγεία. Μαζί της πηγαίνει στο Εδιμβούργο, όπου εκείνη κρατά το σπίτι και εκείνος εργάζεται σ’ ένα μικρό θέατρο. Γοητευμένος από τον ενθουσιασμό της, την ανταμείβει με όλο και περισσότερα δώρα. Δεν μπορεί όμως να της χαλάσει το όνειρο και να της αποκαλύψει ότι η μαγεία του δεν υπάρχει…
Μια ταινία που βασίζεται σ’ ένα ανέκδοτο σενάριο του Ζακ Τατί, του σημαντικότερου κωμικού του κινηματογράφου στη Γηραιά Ήπειρο από την εμφάνιση του ομιλούντος έως σήμερα, το οποίο γράφτηκε το 1956 ως μια προσωπική επιστολή προς την αποξενωμένη, μεγαλύτερη κόρη του.
Σκηνοθεσία: Σιλβέν Σομέ.

Διακρίσεις:

Βραβείο Καλύτερου Κινούμενου Σχεδίου στα Ευρωπαϊκά Βραβεία 2010.

Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα Κινούμενου Σχεδίου.


...

"Μπορεί πια να μην υπάρχουν μάγοι, υπάρχει όμως ακόμα μαγεία…

κι είναι η αληθινή αγάπη πέρα από τον θάνατο."




Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Τα χαμίνια της «Καπερναούμ» πάνε για Όσκαρ

Ένα προσφυγόπουλο από τη Συρία, που στον ομώνυμο ρόλο ενός παιδιού του δρόμου, ενός «Όλιβερ Τουίστ της Μέσης Ανατολής», όπως έγραψε ο διεθνής Τύπος, δίνει την πιο αναπάντεχα συγκλονιστική ερμηνεία.
Η λιβανέζικη ταινία «Καπερναούμ» της Ναντίν Λαμπακί συλλέγει παντού βραβεία και τις πλέον εγκωμιαστικές κριτικές. Κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 2018 και είναι υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Στην «Καπερναούμ» δεν θα δείτε την κοσμοπολίτικη Βηρυτό, την εύρωστη νεολαία της που λιάζεται στις πλαζ, τις ανέμελες και πλούσιες γειτονιές της Ασραφίγιε και της Χάμρα. 

 Θα δείτε την αθέατη πλευρά της, την πιο αδιανόητη φτώχεια, την πιο απωθητική βρόμα, βία, φωνές, απελπισία. Και πολλά παιδιά του δρόμου, ντυμένα με κουρέλια να αγωνιούν για την επιβίωσή τους, χωρίς κανέναν δίπλα τους. 
Ήθελα ένα όμορφο, έξυπνο αγόρι, που να μεγαλώνει στον δρόμο και να μπορεί να παίξει. Και βρέθηκε! Βέβαια, συγχρόνως ήξερα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο και χρονοβόρο να δουλέψω με ερασιτέχνες ηθοποιούς που θα έπρεπε να παίξουν τον εαυτό τους.
Μια ταινία που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, μεταξύ ντοκιμαντέρ και μελοδράματος, όπου παρακολουθούμε την ιστορία του δωδεκάχρονου Ζέιν και της Ραχήλ, μιας παράνομης μετανάστριας από την Αιθιοπία, που έχει έναν γιο, τον Γιόνας, μόλις ενός έτους. Ο Ζέιν και η Ραχήλ, όπως και όλοι όσοι συμμετέχουν στην ταινία της Ναντίν Λαμπακί, δεν είναι ηθοποιοί, παίζουν τον εαυτό τους. Το πιο τρομερό είναι τα χιλιάδες παιδιά που κυκλοφορούν στους δρόμους του Λιβάνου. Παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς γονείς, χωρίς φροντίδα, χωρίς να πηγαίνουν σχολείο, χωρίς επίσημα έγγραφα. Κανένας δεν νοιάζεται γι' αυτά, είναι σαν αόρατα, τα αγνοούν τόσο οι άνθρωποι όσο και το επίσημο κράτος. Είτε γεννιούνται είτε πεθαίνουν, δεν έχει καμία σημασία. Αναπαριστούν τη ζωή τους σε βρόμικα σοκάκια, ελεεινά παραπήγματα, δίπλα σε εξατμίσεις αυτοκινήτων, μέσα σε φυλακές. Η σκηνοθέτις και οι συνεργάτες της αναζήτησαν τα πρόσωπα της ταινίας στις φτωχογειτονιές και στους δρόμους, ανάμεσα στους πρόσφυγες και στα αναμορφωτήρια, καταγράφοντας με ανατριχιαστική ακρίβεια τις απελπιστικές συνθήκες της διαβίωσής τους.

 Ήθελα ένα όμορφο, έξυπνο αγόρι, που να μεγαλώνει στον δρόμο και να μπορεί να παίξει. Και βρέθηκε! Βέβαια, συγχρόνως ήξερα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο και χρονοβόρο να δουλέψω με ερασιτέχνες ηθοποιούς που θα έπρεπε να παίξουν τον εαυτό τους. Στην «Καπερναούμ», όμως, η μεγάλη αποκάλυψη είναι ο Ζέιν Αλ Ραφέα. Ένα προσφυγόπουλο από τη Συρία, που στον ομώνυμο ρόλο ενός παιδιού του δρόμου, ενός «Όλιβερ Τουίστ της Μέσης Ανατολής», όπως έγραψε ο διεθνής Τύπος, δίνει την πιο αναπάντεχα συγκλονιστική ερμηνεία. Διαθέτει ένα πανέξυπνο και μονίμως οργισμένο μουτράκι, με θλιμμένα μάτια αλλά και την αλάνθαστη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσει όλα τα εμπόδια της άθλιας και απελπισμένης του ζωής. Το τελευταίο πλάνο, όπου για πρώτη φορά χαμογελάει, κοιτώντας κατάματα την κάμερα, είναι η δική του νίκη. Και το χαμόγελό του γεμίζει και φωτίζει όλη την οθόνη! 

Μίλησα τηλεφωνικά με τη Ναντίν Λαμπακί που βρίσκεται στο Λονδίνο, λίγες ώρες πριν από τα βραβεία BAFTA, όπου η «Καπερναούμ» ήταν υποψήφια για το βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας. — Τι σας έκανε να δώσετε τον τίτλο «Καπερναούμ»; Συνδέεται με την αρχαία πόλη της «Καινής Διαθήκης»; Ο τίτλος ήταν το μόνο βέβαιο, πριν προκύψει οτιδήποτε άλλο. Απλώς ήξερα ότι ήθελα να κάνω μια ταινία που θα ονόμαζα «Καπερναούμ», που σημαίνει «χάος». Άλλωστε, τι άλλο δείχνει πέρα από χάος που επικρατεί! Αυτή η λέξη μου ήταν ανέκαθεν αγαπητή και τη χρησιμοποιούσα συχνά όταν πήγαινα στο γαλλικό σχολείο αντί του «χάους», για να εντυπωσιάζω τους καθηγητές μου. Από την άλλη, πράγματι η Καπερναούμ υπήρξε τόπος θαυμάτων. Εκεί ο Ιησούς έκανε το πρώτο του θαύμα. Μα, και η ταινία είναι γεμάτη θαύματα, συνέβησαν πολλά εκτός προγράμματος, ενώ τη γυρίζαμε... Στη διάρκεια της έρευνάς μου, όσες φορές ρώτησα αυτά τα παιδιά αν είναι ευτυχισμένα με τη ζωή τους, το 99% μου απαντούσε: «Όχι, δεν ξέρω γιατί με γέννησαν, γιατί βρίσκομαι εδώ, γιατί ζω». 
Στη διάρκεια της έρευνάς μου, όσες φορές ρώτησα αυτά τα παιδιά αν είναι ευτυχισμένα με τη ζωή τους, το 99% μου απαντούσε: «Όχι, δεν ξέρω γιατί με γέννησαν, γιατί βρίσκομαι εδώ, γιατί ζω».
— Καταρχάς, είναι θαύμα που βρήκατε τον Ζέιν, τον υπέροχο μικρό πρωταγωνιστή, πάνω στον οποίο είναι χτισμένη όλη η ταινία. Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο λέω ότι είναι μια ταινία θαυμάτων! Ήταν όντως θαύμα που βρήκαμε τον Ζέιν αλλά και την ενός έτους Treasure και τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Είχα, βέβαια, τη συνδρομή της εκπληκτικής casting director, της Τζένιφερ, και όλων όσοι βοήθησαν, οργώνοντας τους δρόμους της Βηρυτού και του Λιβάνου για να βρουν αυτά τα παιδιά και τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Συχνά σκεφτόμουν ότι τους ζητούσα το αδιανόητο. Αναρωτιόμουν: «Τι τους ζητάω, πώς θα βρεθεί ο Ζέιν, όπως τον φαντάζομαι;». Ήθελα ένα όμορφο, έξυπνο αγόρι, που να μεγαλώνει στον δρόμο και να μπορεί να παίξει. Και βρέθηκε! Βέβαια, συγχρόνως ήξερα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο και χρονοβόρο να δουλέψω με ερασιτέχνες ηθοποιούς που θα έπρεπε να παίξουν τον εαυτό τους. Τα προβλήματα που προέκυψαν μέσα στους έξι μήνες που κράτησαν τα γυρίσματα ήταν πολλά. Συχνά κάποιοι εξαφανιζόντουσαν, χανόντουσαν, έμπαιναν φυλακή γιατί δεν είχαν χαρτιά... Είναι θαύμα το πώς κατάφερε να ολοκληρωθεί η ταινία. Επίσης, σχετικά με την Treasure (που παίζει τον ρόλο του ενός χρόνου Γιόνας), δεν μπορούσαμε να ζητήσουμε από ένα μωρό να κάνει πράγματα, όπως από έναν ενήλικα. Έπρεπε να συντονιστούμε μαζί της, να ακολουθήσουμε τους δικούς της ρυθμούς και να είμαστε πανέτοιμοι να καταγράψουμε τη μοναδικότητα της στιγμής. 
H Ναντίν Λαμπάκι με τον μικρό πρωταγωνιστή της, Ζέιν Αλ Ραφέα, στις Κάννες.

— Αυτές οι σοκαριστικές καταστάσεις ήταν γνωστές στην κοινωνία σας ή ήταν αποκάλυψη ακόμα και για εσάς; Ήταν σοκ για πολλούς Λιβανέζους. Γνωρίζουν ότι υπάρχει και αυτή η πλευρά, δεν την έχουν δει, όμως, και δεν θέλουν να την ξέρουν. Δεν μιλάνε για όλα αυτά, προτιμούν να τα κρύβουν. Αλλά αυτή είναι η κατάσταση και ήθελα να κάνω μια ταινία για όλα όσα συμβαίνουν τώρα. Δεν τα γνώριζα ούτε η ίδια, μεγάλωσα σε ευνοϊκές συνθήκες, τα ανακάλυψα πραγματοποιώντας λεπτομερή έρευνα στους δρόμους, στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στις προσφυγικές συνοικίες, στις οργανώσεις, στα δικαστήρια. Όταν αποφάσισα ποια θα ήταν τα θέματα που θα έθιγα –προέκυψε, μάλιστα, μια ολόκληρη λίστα–, τότε ήταν που είπα ότι ήθελα να κάνω μια ταινία για το περιθώριο της πόλης, την περιφέρεια. 


— Αναφέρεστε σε όλα τα τρομερά γεγονότα που παρακολουθούμε στην ταινία: αναλφαβητισμός, ανεξέλεγκτη τεκνοποίηση, παιδική εργασία, δουλεμπόριο, παράνομη διακίνηση βρεφών. Είναι η πραγματικότητα δίπλα στην οποία ζούμε! Προβλήματα για τα οποία δεν θέλει κανείς να μιλάει. Όπως λέτε, αναλφαβητισμός, μετανάστευση, παιδική εργασία, γάμοι σε νεαρή ηλικία. Επίσης, σε αυτές τις οικογένειες όλοι εργάζονται, χωρίς να έχουν καμία εκπαίδευση, και συχνά είναι αδήλωτοι. Το πιο τρομερό είναι τα χιλιάδες παιδιά που κυκλοφορούν στους δρόμους του Λιβάνου. Παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς γονείς, χωρίς φροντίδα, χωρίς να πηγαίνουν σχολείο, χωρίς επίσημα έγγραφα. Κανένας δεν νοιάζεται γι' αυτά, είναι σαν αόρατα, τα αγνοούν τόσο οι άνθρωποι όσο και το επίσημο κράτος. Είτε γεννιούνται είτε πεθαίνουν, δεν έχει καμία σημασία. 
— Περίπου σαν την ιστορία του Ζέιν. Ο οποίος ήταν αναλφάβητος όταν τον βρήκαμε να δουλεύει στον δρόμο. Η μόνη διαφορά με τον ρόλο που παίζει στην ταινία είναι ότι οι γονείς του τον αγαπάνε και απολαμβάνει την προστασία τους. Αλλά και οι γονείς, όπως αυτοί της ταινίας, είναι θύματα του συστήματος. Όπως λένε: «Τι να κάναμε, τι ξέρουμε; Μας έμαθε κανείς να κάνουμε κάτι διαφορετικό;». Πράγματι, είναι τελείως αμόρφωτοι, οι περισσότεροι έχουν παντρευτεί σε νεαρή ηλικία, κανείς δεν νοιάζεται γι' αυτούς. Ο Ζέιν τους λέει στην ταινία «σταματήστε να γεννάτε παιδιά». Τους το λέει γιατί ακριβώς δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν και προσθέτει: «Τι έχετε να δώσετε στο νέο παιδί που περιμένετε;». 


Ουσιαστικά, αυτό που θέλει να πει είναι «γιατί με φέρατε στον κόσμο αν δεν ξέρετε τι να με κάνετε, αν δεν μπορείτε να με φροντίσετε, αν δεν μπορείτε ούτε καν να με αγαπήσετε; Μην κάνετε παιδιά, εφόσον δεν υπάρχει τίποτα να τους δώσετε, παρά μόνο μια ζωή που δεν τους αξίζει». Στη διάρκεια της έρευνάς μου, όσες φορές ρώτησα αυτά τα παιδιά αν είναι ευτυχισμένα με τη ζωή τους, το 99% μου απαντούσε «όχι, δεν ξέρω γιατί με γέννησαν, γιατί βρίσκομαι εδώ, γιατί ζω». Γι' αυτό σκεφτήκαμε τη σκηνή του δικαστηρίου, όπου ήθελα να γίνεται αναφορά στα δικαιώματα των παιδιών σε υγιείς συνθήκες διαβίωσης και εκπαίδευση. 


Κατά τα άλλα, η βασική μου επιδίωξη ήταν όλες οι σκηνές να είναι απολύτως ρεαλιστικές, να αποδίδουν ακριβώς όλα όσα περνάνε τα παιδιά στους δρόμους, εγκαταλελειμμένα και μόνα. 
— Πόσο δύσκολο είναι να γυρίζεις ταινία ως γυναίκα σκηνοθέτις σε μια χώρα χωρίς κινηματογραφική βιομηχανία; Φοβερά δύσκολο. Όλη η ταινία έγινε μέσα στο σπίτι μας, είναι κυριολεκτικά μια χειροποίητη ταινία. Για δύο χρόνια ζούσαμε με μόνη έγνοια αυτή την ταινία. Ο σύζυγός μου, που είναι ο παραγωγός της, είναι συνθέτης και έγραψε τη μουσική της ταινίας, αλλά δεν είχε ξανακάνει παραγωγή κινηματογράφου. Δεν είχε ιδέα από αυτά κι έπρεπε να μάθει τα πάντα από την αρχή. Πίστευε, όμως, ότι ήταν μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί. Κάναμε τα πάντα χωρίς καμία βοήθεια, βάλαμε υποθήκη το σπίτι μας, αλλά είχα ένα εκπληκτικό συνεργείο που μου στάθηκε σαν οικογένεια όλο το διάστημα των γυρισμάτων. Βρεθήκαμε σε μερικές από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του Λιβάνου, ζήσαμε απίστευτες καταστάσεις. Στο τέλος είχαμε υλικό 500 ωρών και η πρώτη εκδοχή διαρκούσε 12 ώρες. Το μοντάζ συνεχίστηκε για ενάμιση χρόνο. Τελικά, ολοκληρώθηκε με βάρδιες και συνεχόμενη δουλειά μόλις δύο μέρες πριν από την υποβολή της ταινίας στις Κάννες. 

— Έχετε πει ότι εμπνευστήκατε την ιστορία από τον μικρό Αϊλάν που ξέβρασε η θάλασσα στα παράλια της Τουρκίας, καθώς η οικογένειά του προσπαθούσε να αποδράσει στην Ευρώπη. Ο Ζέιν ζει πια στη Νορβηγία. Είναι λύση η προσφυγιά; Όχι, δεν είναι αυτή η λύση, να μεγαλώνεις σε ένα ξένο περιβάλλον, σε άλλη κουλτούρα. Αλλά ο Ζέιν και η οικογένειά του είναι πια ασφαλείς, έχουν ενταχθεί σε ευρωπαϊκά προγράμματα – μάλιστα και σε ένα ελληνικό. Ο Ζέιν παρακολουθεί ειδικό σχολικό πρόγραμμα και είναι πια ευτυχισμένος. 

Η ταινία «Καπερναούμ» της Ναντίν Λαμπακί κυκλοφορεί στις 14 Φεβρουαρίου, σε διανομή Rosebud 21 / Seven Films.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Αν είχα μόνο μια ευχή -μια ποιητική ταινία μικρού μήκους

Παρακολουθήστε μια ολιγόλεπτη ταινία – ποίημα, γυρισμένη στις Κανάριες Νήσους, από τον δημιουργό Günther Gheeraert.
Αν είχα μόνο
μια ευχή
θα ήταν να
χαθώ εδώ
κι εκεί μόνο
μαζί σου...

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Στην πύλη της αιωνιότητας

Αποτέλεσμα εικόνας για Στην πύλη της αιωνιότητας
Με τους: Willem Dafoe, Rupert Friend, Oscar Isaac

Η ταινία σκιαγραφεί τα χρόνια που ο κορυφαίος Ολλανδός ιμπρεσιονιστής Βίνσεντ Βαν Γκογκ έζησε στην Αρλ της Γαλλίας, τότε που μαγεμένος από το γαλλικό τοπίο και φως δημιούργησε μερικά από τα πιο εμβληματικά έργα του, όπως η «Έναστρη Νύχτα», το «Υπνοδωμάτιο στην Αρλ» και η σειρά «Ηλιοτρόπια», μεταξύ εκατοντάδων άλλων.
Πού παίζεται
Αποτέλεσμα εικόνας για Στην πύλη της αιωνιότητας
Αθήνα


AΙΘΟΥΣΑ 1
Πέμπτη - 17.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Παρασκευή - 18.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Σάββατο - 19.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Κυριακή - 20.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Δευτέρα - 21.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Τρίτη - 22.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Τετάρτη - 23.01 17:00 / 19:30 / 22:00
Αποτέλεσμα εικόνας για Στην πύλη της αιωνιότητας

AΙΘΟΥΣΑ 1
Πέμπτη - 17.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Παρασκευή - 18.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Σάββατο - 19.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Κυριακή - 20.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Δευτέρα - 21.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Τρίτη - 22.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Τετάρτη - 23.01 17:40 / 20:00 / 22:20
Αποτέλεσμα εικόνας για Στην πύλη της αιωνιότητας
Γλυφάδα


AΙΘΟΥΣΑ 1
Πέμπτη - 17.01 19:30 / 22:00
Παρασκευή - 18.01 19:30 / 22:00
Σάββατο - 19.01 19:30 / 22:00
Κυριακή - 20.01 19:30 / 22:00
Δευτέρα - 21.01 19:30 / 22:00
Τρίτη - 22.01 19:30 / 22:00
Τετάρτη - 23.01 19:30 / 22:00
Αποτέλεσμα εικόνας για Στην πύλη της αιωνιότητας
Θεσσαλονίκη


AΙΘΟΥΣΑ 1
Πέμπτη - 17.01 21:45
Παρασκευή - 18.01 21:45
Σάββατο - 19.01 21:45
Κυριακή - 20.01 21:45
Τρίτη - 22.01 21:45

AΙΘΟΥΣΑ 2
Πέμπτη - 17.01 19:15
Παρασκευή - 18.01 19:15
Σάββατο - 19.01 19:15
Κυριακή - 20.01 19:15
Δευτέρα - 21.01 19:15
Τρίτη - 22.01 19:15
Τετάρτη - 23.01 19:15

Μαρούσι


AΙΘΟΥΣΑ 3
Πέμπτη - 17.01 19:30 / 22:10
Παρασκευή - 18.01 19:30 / 22:10
Σάββατο - 19.01 19:30 / 22:10
Κυριακή - 20.01 19:30 / 22:10
Δευτέρα - 21.01 19:30 / 22:10
Τρίτη - 22.01 19:30 / 22:10
Τετάρτη - 23.01 19:30 / 22:10

20+1 σπουδαίες γυναίκες μίλησαν για τη γυναίκα

8 Μαρτίου σήμερα κι η μέρα έχει κλίμα εορταστικό και άρωμα γυναίκας. Κάθε γυναίκα γιορτάζει για τα δικαιώματά της, από το δικαίωμα ψήφου μ...